μαστάρι

μαστάρι
το (Α μαστάριον, Μ μαστάρι και μαστάριν και μουστάρι και μαστάρ') [μαστός]
νεοελλ.
1. ο μαστός τών γαλακτοφόρων ζώων
2. ειρων. μεγάλος γυναικείος μαστός
μσν.-αρχ.
ο μαστός («τὰ μαστάρια τοῑς δικασταῑς ἀπέδειξας», Αλκίφρ.)
αρχ.
1. μικρός μαστός
2. κύπελλο που έχει το σχήμα μαστού
3. το μαστοειδές κάλυμμα τού άμβυκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαστάρι — το ιού, ο μαστός των θηλαστικών που παράγει γάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαστάριον — μαστάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού μαστός) βλ. μαστάρι …   Dictionary of Greek

  • μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”