- μαστάρι
- το (Α μαστάριον, Μ μαστάρι και μαστάριν και μουστάρι και μαστάρ') [μαστός]νεοελλ.1. ο μαστός τών γαλακτοφόρων ζώων2. ειρων. μεγάλος γυναικείος μαστόςμσν.-αρχ.ο μαστός («τὰ μαστάρια τοῑς δικασταῑς ἀπέδειξας», Αλκίφρ.)αρχ.1. μικρός μαστός2. κύπελλο που έχει το σχήμα μαστού3. το μαστοειδές κάλυμμα τού άμβυκα.
Dictionary of Greek. 2013.